- μεγαλοπρέπεια
- η великолепие, роскошь, пышность; величественность; величие; величавость (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλοπρεπείᾳ — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπεια — magnificence fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπεια — η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) [μεγαλοπρεπής] 1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο 2. πλούτος, πολυτέλεια 3. το υψηλό ύφος τού λόγου 4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.) … Dictionary of Greek
μεγαλοπρέπεια — η γνώρισμα του μεγαλόπρεπου ανθρώπου, η εντυπωσιακή και επιβλητική εμφάνιση: Το μυστήριο τελέστηκε με μεγαλοπρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεγαλοπρεπείας — μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem gen sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc pl (ionic) μεγαλοπρεπείᾱς , μεγαλοπρέπεια magnificence fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείαι — μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric aeolic) μεγαλοπρεπείᾱͅ , μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείαν — μεγαλοπρεπείᾱν , μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείῃ — μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) μεγαλοπρέπεια magnificence fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπειαι — μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl μεγαλοπρέπεια magnificence fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπείην — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρέπειαν — μεγαλοπρέπεια magnificence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)